Ο Διονύσης Σαββόπουλος, που έφυγε από τη ζωή την Τρίτη (21/2), μιλούσε πάντα σαν να έγραφε στίχους — πυκνά σχόλια, ακριβή, με χιούμορ και πίκρα μαζί. Αντί να εξηγήσει τον εαυτό του, προτιμούσε να αφήνει τα γεγονότα και τις μικρές αφηγήσεις να το κάνουν για εκείνον. Ο Σαββόπουλος μέσα από τα λόγια του μέσα στα χρόνια.
Την επίσκεψη μιας νεαρής κοπέλας στον κρατούμενο μουσικό, τις αποφάσεις που πάρθηκαν μέσα στην απομόνωση, τις πληγές που άφησαν οι δεκαετίες της πολιτικής εμπλοκής. Αυτά τα λόγια — που σκέπτονται, πικραίνουν, αγαπούν — είναι ο οδηγός μας για να καταλάβουμε τον άνθρωπο πίσω από τα τραγούδια.
«Αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά – σιγά με τα χρόνια: Ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός» έγραψε στο βιβλίο του «Ο χρόνος τρέχει χύμα».
Περιέγραφε με απλότητα και τρυφερότητα μια τη σχέση του με τη σύζυγό του, Άσπα, που ξεκίνησε «σαν από ταινία»: εκείνος στη φυλακή της Χούντας, εκείνη έφηβη, να τον ψάχνει στην ουρά των επισκεπτηρίων και να φέρνει φαγητό.
«Η Άσπα είναι η γυναίκα της ζωής μου. Πενήντα επτά χρόνια με ανέχεται το κορίτσι μου… Είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά κι εκείνη με ζηλεύει πολύ, με ρωτάει “ποια είναι αυτή; Γιατί κοιτάς προς τα εκεί;”»
Η εικόνα της νεαρής γυναίκας με τις «μίνι φούστες» και τα «ματάκια μοβ βαμμένα» έμεινε σαν προσωπικό αφήγημα — απόδειξη ότι η αγάπη, ακόμα σε καιρούς κινδύνου, γίνεται θάρρος.
Η φυλάκιση και το «σφραγισμένο» κεφάλαιο της Μπουμπουλίνας δεν ήταν απλά βιογραφικό στοιχείο· ήταν ίχνος που σημάδεψε τις επιλογές του. Φυλακίστηκε επί Χούντας δύο φορές και κατήγγειλε βασανιστήρια στη διαβόητη Ασφάλεια — αναμνήσεις που επανέρχονταν συχνά στις αφηγήσεις του και στα τραγούδια του ως υπόμνηση της αξίας της ελευθερίας.
Η βιωματική αυτή σχέση με την καταστολή διατρέχει την πρώιμη του δημιουργία και εξηγεί την πολιτική του ένταση στο ξεκίνημα της καριέρας.
Σε συνέντευξη του είχε πει: «Ήμουν στην απομόνωση και πήρα δύο αποφάσεις – να ασχοληθώ με τα τραγούδια και τη μουσική και να παντρευτώ την Άσπα, επειδή την αγαπώ».
«Η Χούντα με έβαλε στη φυλακή, αλλά δεν με λύγισε. Αντίθετα, με έκανε πιο αποφασισμένο να συνεχίσω τον αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη».
Ωστόσο, η πολιτική πορεία του Σαββόπουλου δεν υπήρξε γραμμική. Τα τραγούδια της νεότητας τον ταύτισαν με την Αριστερά· αργότερα, με τραγούδια όπως το «Κούρεμα», επιχείρησε μια δημόσια αυτοκριτική του χώρου τού οποίου υπήρξε κομμάτι — και μίλησε ανοιχτά για τον «ψευτοπροοδευτισμό» που, κατά την κρίση του, είχε αλλοιώσει τις αξίες της Αριστεράς. Η στροφή αυτή προκάλεσε αντιδράσεις· ο ίδιος όμως απαντούσε μέσα από γραπτά και λέξεις:
«Χαρίσαμε στην Αριστερά τα καλύτερά μας χρόνια…».
«Ελπίζω σε μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας… Σέβομαι και τα άλλα κόμματα του δημοκρατικού τόξου… Απλώς παρατηρώ ότι αυτά τα κόμματα της υποτιθέμενης προοδευτικής συνεργασίας διατηρούν ένα παλιό είδος “φοιτητικής ξεγνοιασιάς” και μια υπερβολική και αδικαιολόγητη αυτοπεποίθηση, η οποία μπορεί να είναι επικίνδυνη».
«Η πολιτική είναι σαν το τραγούδι. Χρειάζεται ρυθμό, μελωδία και συναίσθημα για να αγγίξει την ψυχή του κόσμου».
Αυτή η ειλικρινής αυτοκριτική καταλήγει σε μια στάση που συχνά παρεξηγήθηκε: δημόσιες δηλώσεις υπέρ συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών τα τελευταία χρόνια — ακόμα και στήριξη προς πολιτικές προσωπικότητες — επέτειναν την εικόνα ενός καλλιτέχνη που «έσπασε» τις αναμενόμενες γραμμές του πολιτικού του παρελθόντος.
Όπως ο ίδιος εξήγησε στην αυτοβιογραφία του και σε συνεντεύξεις, δεν πρόκειται για αντιστροφή ταυτότητας αλλά για αποτίμηση εμπειριών και για δημόσιο διάλογο με την εποχή του.
Πέρα από την πολιτική, η αφήγηση του Σαββόπουλου συχνά επιστρέφει στο πυρήνα της τέχνης: το τραγούδι ως κάθαρση, ως ανάμνηση, ως συμβόλαιο με τον χρόνο.
«Προσπάθησα να δώσω νόημα στα χρόνια που μας χαρίστηκαν», γράφει — και αυτή η φράση συνοψίζει την επιμονή του να μη γίνει απλώς «φωνή» μιας ιδεολογίας αλλά να παραμείνει δημιουργός που κοιτά τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες.
«Η μουσική των λέξεων με επισκέφθηκε πριν από τις λέξεις».
«Η μουσική μου είναι πολιτική. Δεν μπορώ να γράφω τραγούδια χωρίς να εκφράζω τις απόψεις μου για την κοινωνία και την πολιτική».
Στις συνεντεύξεις του επίσης εμφανίστηκε με ειλικρίνεια για τις προσωπικές του δοκιμασίες: μίλησε ανοιχτά για την περιπέτεια της υγείας του και για τις στιγμές που τον έφεραν αντιμέτωπο με το τέλος — αποκαλύψεις που προσέδωσαν στις δημόσιες δηλώσεις του μια άλλη διάσταση: την ανθρώπινη, απογυμνωμένη από την επιβεβαίωση και τη φιλοδοξία.
Είπε σε μία άλλη συνέντευξη: «Δεν έγινε ποτέ στρατευμένος καλλιτέχνης, έτσι διατήρησε πάντα την προσωπική ανεξαρτησία του, την ελευθερία της γνώμης, του λόγου και της τέχνης του».
Οι λόγοι του Σαββόπουλου — οι μικρές εικόνες, οι αποφάσεις στη φυλακή, το τραγούδι για την Άσπα, η άρνηση να υποταχθεί σε εύκολες πολιτικές ετικέτες — συνθέτουν την ιστορία ενός καλλιτέχνη που διάλεξε την ειλικρίνεια.
Δεν φοβήθηκε να πει «έκανα λάθος», ούτε να περιγράψει τα τραύματα. Κι όποτε η κοινωνία τον απαιτούσε, απάντησε με κάτι πιο σπάνιο: την προσωπική αφήγηση.



