Υπάρχουν στιγμές που το ένστικτό σου χτυπάει καμπανάκι.
Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι δεν “κολλάει” στις κουβέντες, στα βλέμματα, στα χαμόγελα.
Κι όμως, προσπαθείς να το αγνοήσεις. Να δώσεις χώρο στο καλό, να πιστέψεις πως ίσως φαντάζεσαι πράγματα.
Κάνεις τη “χαζή”, όχι γιατί δεν καταλαβαίνεις, αλλά γιατί ελπίζεις να έχεις άδικο.
Μέχρι που, ξαφνικά, σκάει η βόμβα.
Η προδοσία, η υποκρισία, η μικρή ή μεγάλη “μαχαιριά” από εκεί που δεν το περίμενες — ή μάλλον, από εκεί που πάντα το φοβόσουν.
Κι όσο κι αν το είχες μέσα σου υποψιαστεί, το σοκ παραμένει το ίδιο. Γιατί ποτέ δεν είσαι έτοιμος να δεις τη μάσκα να πέφτει.
Και τότε… σιωπάς.
Όχι γιατί δεν έχεις τι να πεις, αλλά γιατί δεν έχει νόημα να πεις τίποτα.
Γιατί τι να εξηγήσεις σε ανθρώπους που δεν στάθηκαν ειλικρινείς;
Τι να περιμένεις από εκείνους που έπαιξαν ρόλους πίσω από χαμόγελα και “όλα καλά”;
Η σιωπή σου είναι η πιο δυνατή σου φωνή.
Δείχνει αξιοπρέπεια, δύναμη και μια ωριμότητα που δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα.
Η αλήθεια, αργά ή γρήγορα, βγαίνει πάντα στην επιφάνεια — κι εσύ, απλώς, δεν χρειάζεται να λερωθείς μαζί της.
Γιατί τελικά, το να βλέπεις καθαρά και να επιλέγεις τη σιωπή… είναι η πιο ήσυχη μορφή αυτοπροστασίας.
Και η πιο δυνατή.